- μυριόδους
- μυριόδους, ὁ και ἡ (Α)αυτός που έχει αναρίθμητα δόντια (α. «μυριόδους ἐλέφας», Ανθ. Παλ.β. «τὸν μυριόδοντα πρίονα», Κλήμ. Κωνστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + ὀδούς (πρβλ. λευκ-όδους)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυριόδους — μῡριόδους , μυριόδους having immense teeth masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυριόδοντος — μυριόδοντος, ον (Α) μυριόδους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. λευκόδοντος)] … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek
μυριόδοντα — μῡριόδοντα , μυριόδους having immense teeth masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)